- ἀναθυμίασιν
- ἀναθυμίασιςrising invapourfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… … Dictionary of Greek
συμπεριλαμβάνω — ΝΜΑ [περιλαμβάνω] περιλαμβάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο, περιέχω συγχρόνως (α. «στην τιμή δεν συμπεριλαμβάνεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας» β. «ἡ τοῡ παντὸς περίοδος, ἐπειδὴ συμπεριέλαβε τὰ γένη», Πλάτ.) αρχ. 1. έχω μέσα μου συγχρόνως, περικλείω… … Dictionary of Greek